Τώρα που το σκέφτομαι, σ' αυτή τη φυλακή,
πουθενά μια θάλασσα, μια μέρα Κυριακή.
Τα χρόνια χάλασα, σε λάθος διαδρομές.
Και είχα πάντα μέτριο πάθος, λογική για να τη κλαις.
Τώρα που το σκέφτομαι, σε δίσεκτο καιρό,
έψαχνα στα κύματα, χαμένο θησαυρό.
Με δυο βήματα, με πήρες από 'κει.
Τα φώτα είχες αναμμένα, πολιτεία μαγική.
Η πιο όμορφη αγάπη μου, είσαι εσύ.
Στο ναυάγιο μου, είσαι το νησί.
Με φιλιά, ξορκίζεις ό,τι με μισεί.
Σαν μ' αγγίζεις, μου θυμίζεις πάλι,
πόσο ωραία είναι η ζωή.
Τώρα που το σκέφτομαι, τη νύχτα σαν κοιτάς,
δεν αργούν τα θαύματα, αρκεί να το ζητάς.
Δεν έχω τραύματα και σκέψεις στα παλιά.
Μου τα 'χει όλα πια γιατρέψει, η δική σου αγκαλιά. |
Now that I think about it, in this prison,
there's nowhere a sea or a day of Sunday.
I wasted my years, in wrong routes.
And I always had a moderate passion, a bad common sense.
Now that I think about it, in such harsh times,
I was looking in the waves, for a lost treasure.
With two steps, you took me out of there.
You had the lights turned on, like a magical city.
The most beautiful love of mine, is you.
Next to my wreck, you're the island.
With kisses, you exorcise what hates me.
As you touch me, you remind me again,
how wonderful life is.
Now that I think about it, if you gaze the stars at night,
miracles can come true, by just asking for it.
I don't have wounds and am not thinking of the past.
Everything has been healed by your very own hug. |